- παχυκάλαμος
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Άρτας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.).
* * *-ον, Α(για φυτά) αυτός που έχει παχύ, χοντρό καλάμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + κάλαμος (πρβλ. λεπτο-κάλαμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχυκάλαμος — thick stalked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυκαλαμώτερον — παχυκάλαμος thick stalked masc acc comp sg παχυκάλαμος thick stalked neut nom/voc/acc comp sg παχυκάλαμος thick stalked adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυκάλαμον — παχυκάλαμος thick stalked masc/fem acc sg παχυκάλαμος thick stalked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek